
Έχω την άποψη ότι οι κοινωνικοί μας θώκοι είναι προκατασκευασμένοι. Τούτο σημαίνει ότι η εξέδρα επί της οποίας αναρτάται ο τραγουδιάρης υπάρχει (και μάλιστα:μέσα μας) πριν τον τραγουδιάρη. Το θέμα είναι ο τρόπος οδήγησης του τραγουδιάρη στην εξέδρα. Πριν φθάσω, όμως, σε αυτό, θα δείξω παραδειγματικά διατί με απασχολούν οι τρόποι ανάρτησης επί θώκων. Να εξηγηθώ: Η οργή μου είναι βασισμένη σε μια αυθαίρετη παραδοχή. Θα την πω και αυτή. Έχουμε το ακόλουθο ποίημα του Ιωάννου Κυριαζή:
Η πένα μου είναι σε στύση
και χύνει ξανά στο χαρτί
μιαν Άνοιξη για να γεννήσει
της Άνοιξης ίδια, φτυστή.
Και γράφοντας, το φουστανάκι
σηκώνω, τη χλόη να δω
και γάργαρο ακούω ρυάκι
και μια μαργαρίτα μαδώ.
Γυρνάει αλλού το κεφάλι
της σκάω στο στόμα φιλί -
στα πόδια προτού να το βάλει
το νέκταρ της απ’ τη θηλή
ρουφάω κι αθάνατος νιώθω
το αίμα κυλά ποταμός -
στον Όλυμπο φτάνει τον πόθο
γλυκιάς ηδονής ο σπασμός.
Τη βίασα, το δίχως άλλο-
μαζεύει τα ρούχα απ’ τη γη.
Την πένα στη θήκη πριν βάλω
στο ποίημα ξανά θα ’χει μπει.
Ιδού η αυθαιρεσία: Αν το ποίημα αυτό μπορούσε να «αναμετρηθεί» με το ποίημα του Μίλτου Σαχτούρη που ακολουθεί, θα «κέρδιζε». ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΕΥΡΕΙΑΣ ΕΚΤΑΣΗΣ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ. Τι σημαίνει, όμως, «αναμετρηθεί»; Απλή στατιστική. Αν δώσουμε τα δύο ποιήματα προς αξιολογική ιεράρχηση σ’ ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα του πληθυσμού, ο Ιωάννης Κυριαζής θα επικρατήσει. Συνοψίζω: ΠΟΛΛΑ ΑΠΟ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΠΟΥ ΔΕ ΒΛΕΠΟΥΝ ΟΥΤΕ ΜΕ ΤΑ ΚΙΑΛΙΑ ΤΗΝ ΕΞΕΔΡΑ, ΘΑ «ΚΕΡΔΙΖΑΝ» ΕΥΚΟΛΑ ΑΠΑΘΑΝΑΤΙΣΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΕΞΕΔΡΑΤΩΝ-ΑΝΘΟΛΟΓΑΤΩΝ, ΑΝ ΥΠΗΡΧΕ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΗΣ, στο πλαίσιο που η αναμέτρηση τοποθετήθηκε εδώ. Το φαινόμενο έχει, στα μάτια μου, ενδιαφέρον, διότι ο Ποιητής, στα μάτια μου πάλι, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΚΑΝΟΥΝ ΟΙ ΜΗ ΠΟΙΗΤΕΣ: ΝΑ ΣΥΓΚΙΝΕΙ ΜΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ. Όπως, λοιπόν, (περί αναλογίας πρόκειται) ουδεμία απαίτηση έχομε από τον μη χειρουργό να χειρουργεί, το αυτό έπρεπε να ισχύει και για τους μη ποιητές και τη συγγραφή ποιημάτων. Η σωτηρία θα έπρεπε να βρίσκεται στα χέρια του χειρουργού, ουχί του αλμπάνη.
Η πληγωμένη Άνοιξη τεντώνει τα λουλούδια της
οι βραδινές καμπάνες την κραυγή τους
κι η κάτασπρη κοπέλα μέσα στα γαρίφαλα
συνάζει στάλα-στάλα το αίμα
απ' όλες τις σημαίες που πονέσανε
από τα κυπαρίσσια που σφάχτηκαν
για να χτιστεί ένα πύργος κατακόκκινος
μ' ένα ρολόγι και δυο μαύρους δείχτες
κι οι δείχτες σα σταυρώνουν θά 'ρχεται ένα σύννεφο
κι οι δείχτες σα σταυρώνουν θά 'ρχεται ένα ξίφος
το σύννεφο θ' ανάβει τα γαρίφαλα
το ξίφος θα θερίζει το κορμί της
Επειδή ως παρατηρήθηκε από τη διασημοσολογιότατη συγγραφέα ΚΨΜ εξ ενός διαδικτυακού σχολίου μου (στο πλαίσιο της ενασχόλησης της όχι με μένα αλλά με το σχόλιο μου), είμαι (εγώ; το σχόλιο; αυτό, ομολογώ, το ψάχνω ακόμη) ΞΙΠΑΣΜΕΝΟΣ και ΜΕΓΑΛΟΜΑΝΗΣ, θα πραγματοποιήσω και μια σύγκριση ενός δικού μου ποιήματος και ενός ποιήματος του Χάρη Βλαβιανού-και τα δύο ποιήσεως αυτοαναφορικά:
Το δικό μο:
Ο γλύπτης εκτελεί σκοπιές στο μάρμαρο
περιμένοντας να σκάσει
η οβίδα μιας μορφής στο κεφάλι του
να του δείξει του αγάλματος τα σύνορα.
Ο πόλεμος αρχίζει.
Ο γλύπτης εισχωρεί στο μάρμαρο
σκόνη γίνεται το ρούχο της μορφής
χιόνι πέφτει στο έδαφος
φροντίζοντας για κρυοπαγήματα.
Μα τα σύνεργα δε λυγίζουν
όταν έχεις βλέψεις
όταν στο έργο σου θέλεις να φωλιάσει κάτι
απ’ το αεροπλάνο που σε βομβάρδισε.
Ο ποιητής ανάποδα
το σκάλισμα αρχίζει απ’ τα μέσα.
Αλλού είναι τα δικά του σύνορα.
Όταν τελειώσει
μια τρύπα μένει στο μάρμαρο κενή
με γύρω της τη γλώσσα.
Είναι το ποίημα καλό; Δεν ξέρει. Περιμένει.
Τα ποιήματα πάντοτε σιωπούν
είτε πολλά έχουν να πουν είτε τίποτα.
Όταν τα ποιήματα έχουν πολλά να πουν
τα πουλιά εγκαταλείπουνε τα δένδρα
στριμώχνονται στην τρύπα του μαρμάρου
και φτερουγίζουν μες στη γλώσσα δυνατά.
Τέτοιο φτερούγισμα ακούγεται
ως τις μορφές του γλύπτη
το άγαλμα αρχίζει τις φιγούρες
χορεύει με το πάθος στα λευκά.
Του Χάρη Βλαβιανού:
Κι εγώ την απεχθάνομαι·
ασφαλώς και υπάρχουν
πιο αναγκαία πράγματα στη ζωή
απ' αυτό το ατέρμονο scrabble
με τις ξαφνικές κρίσεις λεκτικής ευφορίας.
Διαβάζοντάς την όμως
με απόλυτη αποστροφή
ανακαλύπτει κανείς
μέσα στις άχρωμες σελίδες της
έναν τόπο προορισμένο για το αυθεντικό:
έναν φανταστικό κήπο
με πραγματικές αλέες
όπου το πτυχωτό φόρεμα της κ. Μουρ
σαρώνει με ρυθμική μεγαλοπρέπεια
τα νεκρά φύλλα των ενδοιασμών μας.
Ο καθείς είναι ελεύθερος να πιστεύει ό,τι θέλει˙ όπως, ας πούμε, ότι τα ποιήματα των Κυριαζή και δικό μο χωρίζονται με αβύσσους από τα των Βλαβιανού-Σαχτούρη. Ότι αν τα ποιήματα αυτά γράφονταν σήμερα από αγνώστους και στέλνονταν με ψευδώνυμα στα λογοτεχνικά περιοδικά, οι πεφωτισμένοι editors θα θαμπώνονταν από τα των Σαχτούρη-Βλαβιανού και θα αηδίαζαν με τα των Κυριαζή-δικό μο. Ότι αν μοιράζονταν σ’ ένα ευρύ δείγμα φιλολόγων και μαθητών που αγνοούν τους συντάκτες (υπάρχει τέτοιο δείγμα, και είναι ευρύτατο) θα έπεφτε σε κώμα (το δείγμα) καταντικρύ της αυτονόητης υπεροχής του πτυχωτού φορέματος της κ. Μουρ και της πληγωμένης άνοιξης, που αμφισβητήθηκε δια φαιδρής και βέβηλης συγκρίσεως. Εγώ δεν τα πιστεύω αυτά. Για μένα, τα ποιήματα είναι χειρουργικές επεμβάσεις. Προτιμώ τις επεμβάσεις των Κυριαζή-δικό μο από των Βλαβιανού-Σαχτούρη (στις τελευταίες, παρεμπιπτόντως, ο ασθενής απεβίωσε). Το αποτέλεσμα αυτό θεωρώ ότι θα δικαιωνόταν εξ αναμετρήσεως-το δικαίωμα στην πεποίθηση αυτή είναι και δικαίωμα στη μεγαλομανία. Και να μην επιβεβαιωνόταν, όμως, Η ΕΛΛΕΙΨΗ ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΗΣ-ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ-ΑΞΙΟΚΡΑΤΙΑΣ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΕΙΝΑΙ ΔΕΔΟΜΕΝΗ. Όποιος αυτό δεν το αντιλαμβάνεται, είναι είτε ανόητος είτε διαπλεκόμενος. Ας φθάσουμε, τώρα, και στην ψηφοφορία. Να σχολιάσω τις επιλογές:
α) Όποιοι συγκίνησαν τις πλατιές λαϊκές μάζες: Λίγοι το έχουν πετύχει αυτό, υπό τις εξής (εξ όσων γνωρίζω) συνθήκες: μελoποιήσεις του έργου των κατόπιν επίτευξης «μεγαλοσύνης» του προσώπου των. Η ποίηση, σήμερα, είναι εμπορικώς νεκρή.
β) Όσοι συγκίνησαν διάσημους ομότεχνούς τους: Κάποιος βγάζει κάποιον απ’ την αφάνεια επειδή συγκινήθηκε. Mόνον. Πόσο συχνά, άραγε, συμβαίνει αυτό;
γ) Όσοι έγραψαν σπουδαία ποιήματα: Μήπως τα ποιήματα που χαρακτηρίζονται σπουδαία (από την ιστορία, εννοώ) ανήκουν σε «διασήμους»; Μήπως ποτέ δεν χαρακτηρίζονται έτσι ποιήματα ασήμων; Μήπως η αξιολόγηση έπεται της διασημότητας; Μήπως η έλλειψη διασημότητας θεωρείται τελικά έλλειψη ταλάντου; Πρέπει να ρωτάμε: σπουδαία από ποιους και για ποιους;
δ) Όσοι έγιναν αποδεκτοί από το λογοτεχνικό κατεστημένο: Αν την πετύχει κανείς (την αποδοχή, εννοώ), φαντάζομαι ότι με το ατέρμονο scrabble δημοσιεύεται πάραυτα στην ΠΟΙΗΣΗ, στο ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ, στη ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ. Με το στρίμωγμα στην τρύπα του μαρμάρου (και γύρω γύρω γλώσσα), δημοσιεύεται σταρ ίδια μου. Το αυτό και με το βιασμό της Ανοίξεως (συγγνώμη, Γιάννη). Αυτά.
Νομίζω μένουν τα ερωτήματα (εντός και εκτός Ποιήσεως). Προσκυνώ: Ποιους και Γιατί; Είναι, νομίζω, χρήσιμα.
Eίναι, νομίζω, χρήσιμο να γίνουμε καχύποπτοι με την εξέδρα που κρύβουμε μέσα μας.-